- βέλη
- βέλοςmissileneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)βέλοςmissileneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βελή πασάς — (1773 – 1822).Δευτερότοκος γιος του Αλή πασά Ιωαννίνων, από την πρώτη του γυναίκα Εμινέ. Νυμφεύτηκε την κόρη του Ισμαήλ πασά του Βερατίου Ζεϊβενιέ, από την oποία απέκτησε τρία παιδιά. To 1801 κινήθηκε κατά του πεθερού του Ισμαήλ, που υποστήριξε… … Dictionary of Greek
Βελή-Γκέκας — (18ος 19ος αι.). Αλβανός από τη Σκόδρα, που βρισκόταν στην υπηρεσία του Αλή πασά και έγινε γνωστός για την παλικαριά του αλλά και για τις διώξεις του εναντίον των χριστιανών. Ήταν γιγαντόσωμος και άγριος. Ο Κατσαντώνης, που δεν υποτασσόταν στον… … Dictionary of Greek
πυρφόρος — και πυροφόρος, ο / πυρφόρος και πυροφόρος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν, πυριφόρος και πουροφόρος, ον, Α 1. (ιδίως για κεραυνό ή αστραπή) αυτός που φέρει πυρ, φωτιά («πυρφόρον... κεραυνόν», Πίνδ.) 2. αυτός που μεταδίδει φωτιά («πυρφόρα βέλη» βέλη που… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Τεπελενλής — (1744 – 1822). Ηγεμόνας των Ιωαννίνων. Το 1640, ένας Μικρασιάτης οθωμανός ονόματι Χουσεΐν εγκαταστάθηκε στο Τεπελένι και δημιούργησε εκεί γενιά. Ο γιος του Μέτσιο Χούσιος άφησε γιους τον Μπεκίρ και τον Μουχτάρ. Ο γιος του πρώτου, Ισλιάμπεης,… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
βέλος — Όπλο σχήματος μικρού ακοντίου, συνήθως από ξύλο, λίγο περισσότερο μακρύ από μισό μέτρο, που ρίχνεται με το τόξο. Εκτός από το ακόντιο, το β. αποτελείται από δύο κύρια μέρη, την αιχμή και τη γλυφή. Η πρώτη, προορισμένη να χτυπά τον στόχο, στους… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek
φαρέτρα — Ο όρος προέρχεται από το ρήμα φέρω. Θήκη δερμάτινη, ξύλινη ή μεταλλική, σε σχήμα στενόμακρο, κλειστή από το ένα μέρος και ανοιχτή από το άλλο. Κατά την αρχαιότητα στη φαρέτρα έβαζαν τα βέλη τους οι στρατιώτες που ήταν οπλισμένοι με τόξα. Την… … Dictionary of Greek
Απόλλων — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 27 Απριλίου 1932. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 19, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο θα είχε μέγεθος 18. H… … Dictionary of Greek